- τορπιλ(λ)οφόρο
- το, Ν(στρ.-ναυτ.) παλαιότερη ονομασία τού τορπιλοβόλου πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. τορπιλ(λ)οφόρος (< τορπίλ[λ]η + -φόρος* < φέρω). Το επίθ. τορπιλλοφόρος μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.